προσέρχεται

προσέρχεται
προσέρχομαι
come
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσέρχεθ' — προσέρχεται , προσέρχομαι come pres ind mp 3rd sg προσέρχετο , προσέρχομαι come imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέρχετ' — προσέρχεται , προσέρχομαι come pres ind mp 3rd sg προσέρχετο , προσέρχομαι come imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • INEXSPECTATA — a Diis fluere, creditum Gentilibns. Arnob. adventes Gentes l. 3. Atquin ego rebar paulo ante uliro a Diis fluere in exspecta benevolentiae munera. Unde quaecumque praeter spem prospere cedebant feliciterque appellabant, Graece θεόπεμπτα, Artemid …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERDIX — I. PERDIX Daedali nepos. quem, cum serrae usum primus reperisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt perisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt praecipitatum, deorumque misericordiâ in avem sui nominis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • αυτόκλητος — η, ο (AM αὐτόκλητος, ον) [καλώ] αυτός που καλείται από τον εαυτό του, απρόσκλητος, ακάλεστος νεοελλ. 1. εκείνος που προσέρχεται στις τάξεις του κλήρου όχι επειδή τον κάλεσε ο Θεός (θεόκλητος) αλλά για προσωπικά οφέλη 2. «αυτόκλητος μάρτυρας» ή « …   Dictionary of Greek

  • επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… …   Dictionary of Greek

  • ζοφοδορπίδας — και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α) 1. αυτός που δειπνάει στο σκοτάδι ή κρυφά («τοῡτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.) 2. (σε αντίθεση με τον τρεχέδειπνον*) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο δείπνο και βιάζεται… …   Dictionary of Greek

  • λαϊκός — ή, ό (AM λαϊκός, ή, όν) [λαός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή προέρχεται από τον λαό (α. «λαϊκή μουσική» β. «λαϊκά έθιμα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο μη ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό («εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω») νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”